- ελληνοδιδάσκαλος
- ο1. δάσκαλος τών αρχαίων Ελληνικών2. αυτός που υπηρετούσε σε τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελληνοδιδάσκαλος — ο 1. ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών. 2. αυτός που δίδασκε στο «Ελληνικό σχολείο» (τριετής μέση βαθμίδα παιδείας, που λειτούργησε ως το 1929) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
Αγνούντος, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Αργολίδος, βορειοδυτικά της Νέας Επιδαύρου, το οποίο εξαρτάται από την ομώνυμη μητρόπολη. Η ίδρυσή του ανάγεται στον 8o 10o αι. Το καθολικό, ρυθμού μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο, είναι έργο του 11ου αι. Οι… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Παναγιώτης — (Ζερβάτα Κεφαλονιάς 1878 – Αθήνα 1952). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημοσίευσε τις πρώτες πρωτότυπες μαθηματικές εργασίες του σε γαλλικά περιοδικά, όταν ήταν ελληνοδιδάσκαλος στο Ληξούρι (1901) … Dictionary of Greek
Χιώτης, Παναγιώτης — (1814 – 1896). Ιστορικός συγγραφέας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Στα χρόνια της αγγλικής προστασίας, διετέλεσε καθηγητής του Λυκείου του νησιού. Μετά την ένωση, υπηρέτησε ως απλός ελληνοδιδάσκαλος και από το 1883 και μετά τοποθετήθηκε και έφορος… … Dictionary of Greek